- παχύνοος
- πᾰχῠ-νοος, ον, [var] contr. [suff] πᾰχῠ-νους, ουν,A thick-witted, Hsch., Phot. (-νοοὶ and -νοες).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παχύνοοι — παχύνοος thick witted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
παχύνους — ουν, ΝΜΑ, παχύνοος, οον, Α αυτός που είναι παχύς, νωθρός στο μυαλό, όχι γρήγορος στην αντίληψη, χοντροκέφαλος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + νους (< νόος νοῦς), πρβλ. βραδύ νους] … Dictionary of Greek